Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκαρδιωμένος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαρδιωμένος1 [apokar∂joménos] ο, (L)
  • discouraged or dispirited person (syn αποκαρδισμένος):
    • έφευγαν από το Mυστρά για να εμπνεύσουν την αισιοδοξία στους αποκαρδιωμένους (Panagiotop)

[substantiv. m of αποκαρδιωμένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαρδιωμένος2, -η, -ο [apokar∂joménos] (L)
  • discouraged, dispirited, despondent, disillusioned (syn απελπισμένος2 1, αποθαρρεμένος, near-syn απογοητευμένος):
    • νοιώθω ~ |
    • οι Γάλλοι, αποκαρδιωμένοι απ' το δημοκρατικό πείραμα, αντικρύζουν μ' εμπιστοσύνη το καθεστώς της βασιλείας (Karagatsis) |
    • ξεσήκωσαν την αποκαρδιωμένη και πικραμένη μεταπολεμική μας νιότη (Theotokas)

[ppp of αποκαρδιώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go