Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποκαλυπτικός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποκαλυπτικός -ή -ό [apokaliptikós] Ε1 : 1.που αποκαλύπτει, που ξεσκεπάζει κτ.: α. που κρατιέται κρυφό, μυστικό: H μαρτυρία του υπήρξε αποκαλυπτική για την υπόθεση. Ο βουλευτής έκανε αποκαλυπτικές δηλώσεις στον τύπο / στην τηλεόραση. β. που κανονικά θα έπρεπε να είναι καλυμμένο· τολμηρός: H κοπέλα φορούσε ένα αποκαλυπτικότατο μπλουζάκι / φόρεμα / ντεκολτέ. 2. που κάνει γνωστό κτ.: H δήλωση ήταν αποκαλυπτική των προθέσεών του. 3. (εκκλ.) Aποκαλυπτική γραμματεία / φιλολογία, σύνολο βιβλίων ιουδαϊκών και χριστιανικών που περιέχουν θείες αποκαλύψεις, κυρίως για το μέλλον της ανθρωπότητας. αποκαλυπτικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που αποκαλύπτει: H ομιλία του θα είναι ~ τολμηρή.

[λόγ.: 1α, 2: ελνστ. ἀποκαλυπτικός· 1β: σημδ. αγγλ. revealing· 3: αγγλ. apo calyptic < ελνστ. ἀποκαλυπτικός (σύγκρ. αποκάλυψη)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαλυπτικός, -ή, -ό [apokaliptikós] (L)
  • ① disclosing, revealing, revelatory:
    • ~ διάλογος, στίχος |
    • αποκαλυπτική είδηση, λεπτομέρεια, μαρτυρία, πληροφορία |
    • αποκαλυπτικό στοιχείο |
    • αποκαλυπτικές ενδείξεις telltale signs |
    • αποκαλυπτικά ξεγυμνώματα λαιμών |
    • βιβλίο αποκαλυπτικό της γυναικείας ευαισθησίας |
    • τα συμπεράσματα ήταν αποκαλυπτικά της ελλείψεως ιδεολογικής ενότητας |
    • τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιήσατε είναι αποκαλυπτικά· .. φανερώνουν χρονία μελαγχολία (Samarakis) |
    • ο Aλέξης Zορμπάς είναι το αποκαλυπτικότερο βιβλίο του απ' αυτήν την άποψη (Chatzinis) |
    • το άρθρο του Φ. P. στη συνέχειά του είναι αποκαλυπτικότατο (Athanasiadis-N)
  • ⓐ foreboding, prophetic (near-syn προφητικός):
    • ~ προφήτης, αποκαλυπτική οπτασία |
    • πιστεύει ότι το έργο του έχει αποκαλυπτική αξία και ότι φωτίζει το μέλλον (Vacalop)
  • ② pertaining to, or based on, revelation, revelational:
    • αποκαλυπτική αλήθεια της θρησκείας |
    • πολλά δόγματα για ορισμένα ζητήματα της τέχνης τα πιστεύουμε σαν αποκαλυπτικά και σαν τελειωτικά (Palam) |
    • οι νόμοι του Mωυσή έγιναν σεβαστοί εξαιτίας της αποκαλυπτικής τους προέλευσης (Nestor)
  • ⓑ related to or reminiscent of the Apocalypse, apocalyptic:
    • αποκαλυπτική κραυγή, αποκαλυπτικό σύμβολο |
    • καινούργια, αποκαλυπτική εποχή |
    • νόμιζες ότι είναι κάποιο θηρίο αποκαλυπτικό που προχωρεί (Petsalis) |
    • δεν έχουν τα τοπία αυτά το αποκαλυπτικό νόημα της συντέλειας του κόσμου (Kanellop) |
    • θα έπρεπε ο ρωσικός κομμουνισμός να παραιτηθεί από τα αποκαλυπτικά του σχέδια (Theodorakop, adapted)

[fr kath αποκαλυπτικός ← PatrG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go