Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκαθίσταμαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκαθίσταμαι [apokaθístame] aor αποκαταστάθηκα (subj αποκατασταθώ & αποκαταστηθώ) (L)
  • ① be restored, reestablished or reinstated (syn επαναφέρομαι):
    • αποκαθίσταται η δημοκρατία, η ισορροπία, η τάξη |
    • αποκαθίστανται οι φιλικές σχέσεις |
    • αποκαθίσταται η ενότητα της αυτοκρατορίας, που είχε διασπαστεί (Vacalop) |
    • ο δούκας προσπαθούσε ν' αποκατασταθεί στις παλιές του κτήσεις (id., adapted) |
    • μια διεθνής ανάκριση θα αποδείξει με τι τρόπο μπορεί ν' αποκαταστηθεί η ειρήνη (Christidis)
  • ② be restored to its original form, be reconstructed:
    • αποκαθίσταται το άγαλμα, ο πίνακας |
    • το κείμενο αποκαθίσταται εντελώς αν η παρέμβλητη αυτή φράση εξοβελιστεί (Papanoutsos)
  • ⓐ be corrected, rectified, or repaired (syn διορθώνομαι):
    • αποκαθίσταται η βλάβη
  • ③ be rehabilitated, be restored έπρεπε ν' αποκατασταθούν πολλές αλήθειες σχετικές με την Aμερική (Karantonis)
  • ⓑ be put in a state of favor, be revalued higher:
    • αποκαταστάθηκε ο παρεξηγημένος καλλιτέχνης Λ. Λόττο στο ύψος που του ανήκει (Kanellop)
  • ④ settle down (syn εγκαθίσταμαι):
    • μου είπαν ότι λογαριάζεις ν' αποκατασταθείς στα Γιάννενα (Petsalis) |
    • όταν ξαναγύρισα, ήμουν πια γιατρός κ' ήρθα ν' αποκατασταθώ στο χωριό (KChatzop)
  • ⓒ establish o.s., be established:
    • να γένουν νόμοι, ν' αποκατασταθούμεν κ' εμείς έθνος (Makryg) |
    • δίνει μυστική αξία σ' αυτό που του επέτρεψε ν' αποκατασταθεί μέσα στη ζωή (Dimaras) |
    • αποκαθίσταται το νέο πολωνικό κράτος (ThFrangop) [fr kath αποκαθίσταμαι, mediop form of PatrG, K (also pap) AG àποκαθίστημι] S. also αποκαθιστώ, αποκαταστένω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες