Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποκάθαρση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αποκάθαρση [apokáθarsi] η, (L)
  • ① getting rid of, purging, cleansing (syn κάθαρση):
    • ο λόγος του έχει υποστεί μια ~ από κάθε φανταχτερό στολίδι (Sachinis) |
    • το μεγάλο βήμα για την ~ του Oδυσσέα από την παλιά του κλεπτοσύνη το πραγματοποιεί η Oδύσσεια (Maronitis)
  • ② cleansing, purification (syn κάθαρση):
    • τη σπουδαία σημασία των πειρασμών για την ~ των χριστιανών την τονίζουν οι Aπόστολοι (Vacalop)

[fr kath αποκάθαρσις ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες