Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποικοδόμηση η [apikoδómisi] Ο33 : (χημ.) διάσπαση οργανικής ένωσης: H ~ του αμύλου από τον οργανισμό γίνεται με τη διάσπασή του σε μόρια γλυκόζης.
[λόγ. αποικοδομη- (αποικοδομώ) -σις > -ση]



