Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποικιστής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικιστής ο [apikistís] Ο7 : 1.ο ιδρυτής αποικίας, ο αρχηγός της ομάδας των αποίκων. 2. (για κράτος, λαό) αυτός που αποικίζει, που ιδρύει αποικία: Ο ~ είναι συνήθως οικονομικά και τεχνικά ανώτερος από τον ιθαγενή λαό.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀποικιστής· 2: σημδ. γαλλ. colonisateur]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιστής [apicistís] ο, (L)
  • person who establishes a colony, colonizer:
    • Tήλος λεγόταν κάποιος μεταγενέστερος αποικιστής του νησιού (Varelas) |
    • οι Oλλανδοί, αποικιστές σκληροτράχηλοι, πάλαιψαν σ' όλες τις θάλασσες (Panagiotop)

[fr kath αποικιστής ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go