Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποικιακός -ή -ό
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποικιακός -ή -ό [apikiakós] Ε1 : που έχει σχέση με την αποικία: Aποικιακοί πόλεμοι. Aποικιακό καθεστώς. Aποικιακή πολιτική. Συμβάσεις αποικιακού χαρακτήρα / τύπου, διακρατικές συμφωνίες με όρους ιδιαίτερα επαχθείς για τον ασθενέστερο από τους συμβαλλομένους. || (ως ουσ., παρωχ.) τα αποικιακά, για προϊόντα που προέρχονταν από τις αποικίες, ιδίως των θερμών χωρών (κυρ. καφές, κακάο, τσάι, ρύζι, μπαχαρικά): Εδώδιμα αποικιακά, ταμπέλα σε παλαιό παντοπωλείο.

[λόγ. αποικί(α)I2 -ακός μτφρδ. γαλλ. colonial]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποικιακός, -ή, -ό [apiciakós] (L)
  • of, fr, or pertaining to, colonies, colonial:
    • ~ γραμματέας, στρατιώτης, σύμβουλος |
    • ~ ζυγός, πόλεμος |
    • αποικιακή αυτοκρατορία, πολιτική |
    • αποικιακές κατακτήσεις |
    • αποικιακό καθεστώς, κράτος, σύστημα |
    • αποικιακή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών |
    • αποικιακή κάσκα sunhelmet, topee |
    • οι μακρινοί λαοί, οι αποικιακοί, εχρειάστηκε να υπομείνουν δεινά μαρτύρια (Panagiotop) |
    • το αποικιακό άπλωμα της Aγγλίας οφείλεται στη γεωγραφική της θέση (Evelpidis)

[fr kath (neol Koumanoudis) αποικιακός, der of αποικία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go