Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποθηκευμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποθηκευμένος, -η, -ο [apoθicevménos] (L) (& αποθηκεμένος)
:
  • κρέατα αποθηκευμένα στα ψυγεία |
  • θερμότητα αποθηκευμένη στο έδαφος |
  • καταστρέφαμε πυρομαχικά αποθηκεμένα σε κάποιο φρούριο (DOikonomidis) |
  • τι χάνομε, περνώντας τις νύχτες κλεισμένοι, αποθηκευμένοι στα σπίτια των πόλεων (Drosinis) |
  • στη βιβλιοθήκη τίποτα δε θυμίζει την ατμόσφαιρα της αποθηκευμένης σοφίας (Venezis)

[ppp of αποθηκεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go