Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποθαλάσσωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθαλάσσωση η [apoθalásosi] Ο33 : (για υδροπλάνο) η αποκόλλησή του από την επιφάνεια της θάλασσας και η ανύψωσή του στον αέρα. ANT προσθαλάσσωση.

[λόγ. αποθαλασσω- (δες αποθαλασσώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθαλάσσωση [apoθalásosi] η, (L) aviat
  • take-off fr the sea (ant προσθαλάσσωση):
    • η ~ (του υδροπλάνου) έγινε χωρίς δυσκολία (Ouranis)

[fr kath (neol) αποθαλάσσωσις, der of αποθαλασσούμαι by anal. to απογείωσις; cf Koumanoudis αποθαλάσσωσις 'bungling']

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go