Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποθέρμανση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποθέρμανση η [apoθérmansi] Ο33 : (οικον.) η μείωση της έντασης της οικονομικής δραστηριότητας: Ο περιορισμός της ανοικοδόμησης στοχεύει στην ~ της οικονομίας.

[λόγ. αποθερμαν- (αποθερμαίνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποθέρμανση [apoθérmansi] η, (L)
  • ① reduction of the heat of sth, cooling off:
    • σε τεχνητή εξέδρα γίνεται η ~ των πετρελαίων
  • ② fig cooling off, defusion, deflation:
    • ~ της έντασης στην περιοχή της Mέσης Aνατολής |
    • η κυβέρνηση ανάγγειλε μέτρα για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την ~ της οικονομίας

[fr kath (neol Koumanoudis) αποθέρμανσις, cpd w. θέρμανσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go