Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδυνάμωση
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδυνάμωση η [apoδinámosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδυναμώνω. 1. μείωση της ισχύος, της αποτελεσματικότητας, των δυνατοτήτων. 2. (νομ.) ~ δικαιώματος, η ατονία ή ανάλωση ενός δικαιώματος κάποιου λόγω αδράνειας του δικαιούχου.

[λόγ.: 1: αποδυναμω- (δες αποδυναμώνω) -σις > -ση· 2: σημδ. γερμ. Verwirkung]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδυνάμωση [apo∂inámosi] η, (L)
  • reduction of effectiveness, weakening (syn εξασθένιση, ant ενίσχυση):
    • ~ της αντιπολίτευσης, της βουλής, της συμμαχίας, του φοιτητικού κινήματος |
    • δεν παρατηρήθηκε ~ της ορθοδοξίας |
    • στοχεύει στην ~ του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης

[der of αποδυναμώνω; cf MG δυνάμωσις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go