Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδιοργανωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδιοργανωμένος, -η, -ο [apo∂iorγanoménos] (L)
  • disorganized, disordered (ant οργανωμένος):
    • αποδιοργανωμένη επίθεση |
    • θα στήσομε το φως της αγάπης στην ακατεύθυντη και αποδιοργανωμένη Eυρώπη (Tsatsos)

[ppp of αποδιοργανώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go