Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδημητής
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδημητής [apo∂imitís] ο, (L)
  • one who goes to live abroad, emigrant, emigré (near-syn απόδημος, ξενιτεμένος):
    • ένας ~ ποιητής |
    • poem ποτέ πριν, σαν απόψε, δεν κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος, | γι' αυτούς που λείπουν, αποδημητές, στη χώρα του πολέμου (Depountis)

[fr kath αποδημητής ← AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go