Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδημητής [apo∂imitís] ο, (L)
- one who goes to live abroad, emigrant, emigré (near-syn απόδημος, ξενιτεμένος):
- ένας ~ ποιητής |
- poem ποτέ πριν, σαν απόψε, δεν κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος, | γι' αυτούς που λείπουν, αποδημητές, στη χώρα του πολέμου (Depountis)
[fr kath αποδημητής ← AG]
- one who goes to live abroad, emigrant, emigré (near-syn απόδημος, ξενιτεμένος):



