Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποδειγμένα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποδειγμένα [apo∂iγména] adv (L) = αποδεδειγμένα
:
  • ο Kαζαντζάκης ήταν ~ ανθρωπιστής |
  • το παρά-λόγον μπορούμε να το ανεχθούμε μόνο εκεί όπου ~ δεν χωρεί καμιά εξήγηση κατά-λόγον (Papanoutsos)

[der of αποδειγμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go