Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποδειγμένα [apo∂iγména] adv (L) = αποδεδειγμένα
- :
- ο Kαζαντζάκης ήταν ~ ανθρωπιστής |
- το παρά-λόγον μπορούμε να το ανεχθούμε μόνο εκεί όπου ~ δεν χωρεί καμιά εξήγηση κατά-λόγον (Papanoutsos)
[der of αποδειγμένος]



