Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποδέσμευση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποδέσμευση η [apoδézmefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποδεσμεύω· η απαλλαγή από μια δέσμευση, από έναν περιορισμό (νομικό, ηθικό κτλ.), από μια υποχρέωση: ~ από τη νατοϊκή πολιτική. || ~ τραπεζικών λογαριασμών. || (φυσ.) ~ ενέργειας.

[λόγ. αποδεσμεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποδέσμευση [apo∂ézmefsi] η, (L)
  • ① unbinding, unchaining, release, discharge (near-syn απελευθέρωση 1d, ant δέσμευση):
    • ~ της ατομικής ενέργειας, των οικονομικών δυνάμεων |
    • η ~ της ψυχής από τα δεσμά του σώματος |
    • η αξία του κουτσομπολιού συνίσταται στην ~ της κακίας που έχουμε μέσα μας |
    • τα όργια αποτελούσαν αηδιαστική ~ των ενστίκτων (Panagiotop) |
    • με την ~ της εκφραστικής τους δύναμης θα δραστηριοποιηθεί η νοημοσύνη τους (Geros)
  • ② disengagement, extrication, liberation (near-syn απαλλαγή 1b, απελευθέρωση 2, ant δέσμευση):
    • ~ από επιρροές, τη συμβατικότητα |
    • ~ της χώρας από το NATO |
    • ~ της ηθικής από τα δόγματα |
    • ~ του σεξ από προκαταλήψεις |
    • η νύχτα ευνοεί την ~ από την αισθητή πραγματικότητα (Panagiotop)
  • ③ lifting of legal restrictions fr, release (near-syn απελευθέρωση 3, ant δέσμευση):
    • ~ των κατασχεθέντων κρεάτων |
    • επιτρέπεται η ~ καταθέσεων, που είναι δεσμευμένες στην Eλλάδα |
    • προτείνεται νόμος για την ~ των ρυθμιστικών μέτρων στις οδικές μεταφορές |
    • η ~ των υπολοίπων ποσών είναι θεωρητική· γιατί τα άλλα ποσά που αποδεσμεύθηκαν δεν μπορούν να εξαχθούν (Angelop)

[fr kath (neol) αποδέσμευσις, cpd w. δέσμευσις 'imprisonment']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες