Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογοητευτικά [apoγoiteftiká] adv (L)
- disappointingly:
- για την ύπαρξη του θεού επιστρέφει ο Nτεκάρτ (Descartes), πολύ ~ κατά τη γνώμη μου, στην οντολογική απόδειξη του μεσαίωνα (Lambridi)
[der of απογοητευτικός]
- disappointingly:



