Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απογαλάκτισμα το· απογαλάκτισμαν· απολάκτισμα· απολάκτισμαν.
-
- 1) Mικρό ζώου που μόλις έχει πάψει να θηλάζει:
- σκόρφας απογαλάκτισμα (Πουλολ. 559).
- 2) (Πιθ.) «γάλα», σπέρμα αρσενικού ψαριού (βλ. Eideneier, Προδρ., σ. 238):
- απολάκτισμαν μεγάλου λαβρακίου (Προδρ. IV 188).
[<αόρ. του απογαλακτίζω + κατάλ. ‑μα. T. απογαλάχτισμα σήμ. ιδιωμ. H λ. και στο LBG]
- 1) Mικρό ζώου που μόλις έχει πάψει να θηλάζει:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απογαλάκτισμα [apoγaláktizma] το, (& D απογαλάχτισμα) = απογαλάκτιση
[fr postmed (Somavera) απογαλάκτισμα ← MG (14th c.); but cf Kriaras' Lex and IΛ s.v.]



