Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αποβλακωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αποβλακωμένος, -η, -ο [apovlakoménos] (L)
  • stupefied, stultified, besotted, hebetated (syn ξεκουτιασμένος):
    • ~ από το θόρυβο, τη στενοχώρια, το φόβο, τη φτώχεια |
    • κοιτάζω, στέκομαι σαν ~ |
    • το παιδί είχε γουρλωμένα τα μάτια κι ανοιχτό το στόμα, σαν αποβλακωμένο (Theotokas, adapted) |
    • έμεινε μια στιγμή σαν ~, σα ζώο που το χτύπησαν στο κούτελο (Kokkinos) |
    • ο εργάτης γυρίζει ~ από μια εργασία δίχως ενδιαφέρον (Nakou)
  • ⓐ of a stupefied person:
    • αποβλακωμένο ύφος

[ppp of αποβλακώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go