Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποβλάκωση η [apovlákosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποβλακώνω: Πάθαμε ~.
[λόγ. αποβλακω- (δες αποβλακώνω) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποβλάκωση [apovlákosi] η, (L)
- the process or result of making or becoming imbecile, stupefaction (syn αποβλάκωμα, ξεκούτιασμα):
- στα μάτια της έπηζε ένα θόλωμα τρεμόσβηστο, μπορεί ~, μπορεί και καταρράχτης (Terzakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) αποβλάκωσις]
- the process or result of making or becoming imbecile, stupefaction (syn αποβλάκωμα, ξεκούτιασμα):



