Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποαποικιοποίηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποαποικιοποίηση η [apoapikiopíisi] Ο33 : η απαλλαγή μιας χώρας από το αποικιακό καθεστώς και η μετατροπή της σε ανεξάρτητο κράτος: H ~ των χωρών της Aφρικής.

[λόγ. απο- αποικιοποίη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποαποικιοποίηση [apoapiciopíisi] η, (L)
  • decolonization (ant αποικιοποίηση, αποίκιση, αποικισμός):
    • οι τυχοδιώκτες των τροπικών είναι οι αντιήρωες της αποαποικιοποίησης

[neol cpd w. αποικιοποίηση, calqued on Eng decolonization or Fr décolonisation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες