Combined Search
| 4 items total [1 - 4] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλόχερο [aplóçero] το,
- handful, fistful (syn απλοχεριά1):
- πάρ' ένα μαχαίρι, ένα χτένι κ' έν' ~ άλας (Loukatos)
[fr MG *απλόχερον, cpd of απλο- (: απλώνω) & χέριν]
- handful, fistful (syn απλοχεριά1):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απλόχερος -η -ο [aplóxeros] Ε5 : που γίνεται με απλοχεριά: Aπλόχερη χειρονομία.
απλόχερα ΕΠIΡΡ: ~ σκορπίζει τα πλούτη του. [απλο- 1 + χέρ(ι) -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλόχερος, -η, -ο [aplóçeros]
- openhanded, generous, liberal (syn ανοιχτός 8c):
- δε λυπάται τα βρισκούμενα, παρά είναι απλόχερη κατά τη δύναμή της (Karouzos)
[fr postmed (Somavera) απλόχερος, der of απλώνω & χέριν by anal. of γενναιόδωρος, cf ant σφιχτός etc]
- openhanded, generous, liberal (syn ανοιχτός 8c):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απλοχερούσα [aploçerúsa] f adj
- openhanded, generous, liberal (syn απλοχέρα, απλόχερη):
- poem τη χάρη σου τη νυφικιά, νυφούλα (sc ροδακινιά) ~, | που νιόγαμπρος ανίκητος να κρύψω θ' αγαπούσα κλ (Vlachogiannis) |
- .. όργωνες τη γης κ' εκείνη ~ | έβγαζε από τους κόρφους της λογής καρπούς για σένα (Zevgoli)
[der of απλοχέρης w. suff -ούσα]
- openhanded, generous, liberal (syn απλοχέρα, απλόχερη):



