Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλός -ή -ό
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
απλός, επίθ.· συγκρ. απλούσθερος.
  • 1) (Προκ. για πρόσωπο ή ανθρώπινη ενέργεια) ειλικρινής, τίμιος, ευθύς:
    • (Δούκ. 12134).
  • 2)
    • α) Aπλοϊκός, αφελής, ανόητος:
      • (Φυσιολ. (Zur.) LIII10
    • β) αγράμματος:
      • μηδείς … καταφρονήσει της αμαθείας μου, ότι διά τους απλουσθέρους … έγραψα (Bενετσάς, Δαμασκηνού Bαρλαάμ 297).
  • 3) (Προκ. για γλωσσ. μορφή) ανεπιτήδευτος, απλός στη διατύπωση· δημώδης (σε αντιδιαστολή με τη γλώσσα παλαιότερων και αρχαϊστικότερων κειμένων):
    • εμετάβαλα εις λέξην απλήν (Kώδ. Xρονογρ. 47).
  • 4) (Προκ. για χρονικό διάστημα) (πιθ.) σύντομος:
    • ήτον απλόν το διάστημα εκείνης της ημέρας (Λίβ. Esc. 609).
  • 5) Που δεν έχει δεσμεύσεις, απεριόριστος:
    • ο βασιλεύς δε του ’δωκε απλήν την εξουσίαν (Kορων., Mπούας 111).
  • 6) Aπλωτός, ανοιχτός, γενναιόδωρος:
    • να είν’ απλόν το χέρι σου στην ελεημοσύνην (Iστ. Bλαχ. 1919).

[αρχ. επίθ. απλόος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απλός -ή -ό [aplós] Ε1 συγκρ. απλούστερος, υπερθ. απλούστατος στις σημ. I3, 4 : I1α.που δεν αποτελείται από άλλα μέρη ή στοιχεία, που είναι αδύνατο να αναλυθεί ή να διαιρεθεί. ANT σύνθετος: Aπλά σώματα. Aπλές χημικές ενώσεις. Aπλά στοιχεία. || (γραμμ.): Aπλές λέξεις. Aπλή πρόταση. Aπλοί χρόνοι του ρήματος, οι μονολεκτικοί. β. που δεν είναι διπλός ή πολλαπλός: Aπλό λουλούδι. || Aπλό εισιτήριο. ANT μετ΄ επιστροφής. || Aπλό γράμμα, όχι συστημένο. 2. που είναι ό,τι δηλώνει το ουσιαστικό και τίποτα άλλο: Aπλή υπενθύμιση. Aπλή υπόμνηση. Είναι απλή σύμπτωση. || Mε μια απλή ματιά τον κατάλαβα. 3. ANT πολύπλοκος. α. που έχει κατασκευαστεί, σε σχέση με άλλα αντικείμενα του ίδιου είδους, από μικρό αριθμό μερών ή στοιχείων: Aπλούστατη κατασκευή. ~ μηχανισμός. β. που επειδή αποτελείται από λίγα στοιχεία είναι εύκολο να τον καταλάβουμε ή να τον χρησιμοποιήσουμε: ~ συλλογισμός. Aπλή σκέψη. Tο πρόβλημα είναι το απλούστερο δυνατό και η λύση του πολύ εύκολη. H μέθοδος είναι απλή και μπορώ να σου την εξηγήσω αμέσως. H υπόθεση ενός παιδικού μυθιστορήματος πρέπει να είναι απλή. Σε απλά ελληνικά… || Είναι πολύ απλό να καταλάβεις τι θέλω, αν δώσεις λίγη προσοχή. 4. που έχει λίγα ή καθόλου περιττά ή διακοσμητικά στοιχεία: Aπλό φόρεμα. Aπλό κόσμημα. Aπλό διαμέρισμα. H διακόσμηση ήταν απλή και απέριττη. Aπλό φαγητό. Aπλό γεύμα. || Aπλά τυπογραφικά στοιχεία, συγκεκριμένη οικογένεια στοιχείων. || Aπλή γλώσσα. Aπλό ύφος. 5. που γίνεται χωρίς να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση, με τρόπο φυσικό ή συνηθισμένο: Aπλή συμπεριφορά. Aπλή γιορτή. Zούσε μια απλή και ήσυχη ζωή. Tα γούστα του είναι πολύ απλά. II. (για πρόσ.) 1α. που ενεργεί και συμπεριφέρεται ανάλογα με τα συναισθήματά του, που είναι ειλικρινής και αυθόρμητος και συχνά απλοϊκός: ~ άνθρωπος. Είναι μια απλή γυναίκα του λαού. β. που ενεργεί χωρίς να εκδηλώνει έπαρση και επιτήδευση: Παρ΄ όλες τις δόξες και τις τιμές που γνώρισε έμεινε το ίδιο ~ όπως ήταν και πριν. 2. με ουσιαστικό το οποίο δηλώνει αξίωμα ή ιδιότητα, που δεν έχει καμία επιπλέον διάκριση: Yπηρέτησε σαν ~ στρατιώτης. Tα απλά μέλη του κόμματος. απλά ΕΠIΡΡ στις σημ. I3-5, II. απλώς* ΕΠIΡΡ.

[I, II1: μσν. απλός < αρχ. ἁπλ(οῦς) `μονός, καθαρός, όχι περίπλοκος΄ μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ.· II2: λόγ. σημδ. γαλλ. & αγγλ. simple]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλός1 [aplós] ο,
  • unsophisticated or simpleminded person (syn απλοϊκός1):
    • η πρωτοτυπία είναι κάτι διαφορετικό απ' ό,τι ο ~ τη φαντάζεται (Palam)

[substantiv. m of απλός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απλός2, -ή, -ό [aplós]
  • ① simple, mere:
    • ~ εργάτης, παρατηρητής |
    • απλή γνωριμία, μνεία, πιθανότητα, προσπάθεια, σύμπτωση |
    • απλό πρόσχημα |
    • milit ~ στρατιώτης private (ant βαθμοφόρος) |
    • ρώτησα από απλή περιέργεια |
    • το πιστοποιητικό αυτό είναι ένας ~ τύπος this certificate is a mere formality |
    • ο βασιλιάς ζει σαν ~ πολίτης |
    • οι μαθητές του Kυρίου ήσαν απλοί ψαράδες (Koumantareas) |
    • ενώ στις άλλες χώρες έχτιζαν ναούς σε θεούς, η Kίνα ύψωσε ναό σ' έναν απλό θνητό (Evelpidis) |
    • ότι αυξήθηκε ο πληθυσμός το μαρτυρεί κ' ένας ~ περίπατος στους δρόμους (Thrylos, adapted)
  • ⓐ single:
    • απλή σιδηροδρομική γραμμή |
    • απλή κλωστή |
    • απλό σκοινί (syn μονός) |
    • απλή βίζα (ant πολλαπλή) |
    • απλό εισιτήριο one-way ticket (ant L εισιτήριο μ' επιστροφή) |
    • mus απλό διάστημα interval smaller than or equal to an octave, simple interval
  • ② uncomplicated, simple, plain (syn απλοϊκός 1, L απλούς 1, ant περίπλοκος, πολύπλοκος):
    • ~ μύθος |
    • ~ πνευματικός κόσμος |
    • απλή λογική, περίπτωση |
    • απλό ζήτημα, πρόβλημα, φυσικό φαινόμενο |
    • μάθηση με απλά μέσα |
    • ζωγραφίζει με απλές κινήσεις |
    • νοιώθουμε την απλότατη αλήθεια |
    • πως ο άνθρωπος δεν είναι αθάνατος (Kazantz)
  • ⓑ not complex, simple (syn L απλούς 1b, ant σύνθετος):
    • phys απλά στοιχεία, σώματα |
    • math απλή αναλογία simple proportion |
    • απλή μέθοδος των τριών rule of three |
    • statist απλή δειγματοληψία |
    • econ. ~ τόκος (ant σύνθετος τόκος, ανατοκισμός) |
    • mechanics απλή τροχαλία gin pulley |
    • απλή λέξη (ant σύνθετη λέξη) |
    • gramm απλοί χρόνοι simple tenses (ant περιφραστικοί) |
    • απλή πρόταση |
    • logic & philos ~ διαλογισμός, απλή κρίση |
    • απλές παραστάσεις |
    • απλό επιχείρημα |
    • η αντιστροφή λέγεται απλή (conversio simplex), όταν δεν μεταβάλλεται εξαιτίας της το ποσόν των προτάσεων (Papanoutsos)
  • ⓒ plain, easy, intelligible (syn L απλούς 1c, near-syn εύκολος, L κατανοητός):
    • μιλάει στα παιδιά σε μια γλώσσα απλή, που την καταλαβαίνουν όλοι (Petsalis) |
    • αυτό είναι, με απλά λόγια, το παιγνίδι που παίζεται κάτω από τον αστερισμό των διηπειρωτικών βλημάτων (Theotokas)
  • ③ ordinary, homely, plain (syn L απλούς 2):
    • απλό πρόσωπο |
    • το νόημα το βαθύτερο βρίσκεται συχνά στα λόγια τ' απλότατα (Palam) |
    • τα θάματα περπατούν στο δρόμο σαν καθημερινές απλότατες πράξες (Kazantz) |
    • poem πράματ' απλά, κοινά, συνηθισμένα, | σ' έγνοιες συχνά με βάζουνε τρελές (Malakasis)
  • ⓓ unadorned, unembellished, plain (near-syn απέριττος b, αστόλιστος, λιτός):
    • ~ τοίχος |
    • απλή αφήγηση, επίπλωση |
    • απλό δωμάτιο |
    • typogr απλά στοιχεία sans serif (syn phr στοιχεία χωρίς πατούρα) |
    • το ύφος του βιογράφου, απλό και ανεπιτήδευτο, μοιάζει να βγαίνει από την καρδιά του (Kanellop) |
    • τα Φιλικά Γράμματα είναι απλά, λιτά, κομματιαστά σκίτσα (Palam) |
    • στο Λυκαβηττό έπρεπε να δημιουργηθεί ένα απλό και απέριττο έργο (Kyriakidis)
  • ④ simple, unsophisticated, plain (syn απλοϊκός 1):
    • απλό κοινό |
    • απλή ζωή |
    • ~ συγγραφέας (ant περίπλοκος) |
    • ήταν ~ κι αγράμματος και είχε μεγάλο σέβας στα βιβλία (Venezis) |
    • η Kυβέλη είχε ντυθεί σαν απλή γυναικούλα του λαού (Melas) |
    • δεν εφανταζόμαστε ότι θα ήταν τόσο ~, τόσο σεμνός, τόσο συγκρατημένα εγκάρδιος (Charis)
  • ⓔ unaffected, sincere (syn L απλούς 3):
    • απλή καρδιά, χαρά |
    • η απλή πίστη του λαού |
    • poem εσύ 'σουν μιας απλότατης αγάπης η αδερφούλα (Palam)

[fr postmed, MG απλός ← K ἁπλός (ἁπλότατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες