Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απλωμένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απλωμένος, -η, -ο [aploménos]
  • ① spread, unfolded, unfurled, open (syn ανοιγμένος 4, ανοιχτός 5, απλωτός 1, ξεδιπλωμένος):
    • απλωμένα ρούχα |
    • καράβι με απλωμένα πανιά |
    • απλωμένα δίχτυα |
    • αετός με απλωμένες φτερούγες |
    • χτύπησε το χέρι πάνω στο τραπέζι με τον απλωμένο χάρτη (TAthanasiadis) |
    • έβλεπαν ένα Διγενή να εξορμά με απλωμένη τη γαλάζια σημαία (Palaiologos) |
    • ένας άντρακλας, με γενειάδα απλωμένη πάνω στα δασά του στήθια, μίλησε (Petsalis, adapted)
  • ⓐ spread out, distributed, diffused (syn απλωτός 1c, near-syn σκορπισμένος):
    • σχημάτισε μια πολύτιμη βιβλιοθήκη απλωμένη σε δυο πελώρια ντουλάπια (Xenop) |
    • το χρώμα του προσώπου του ήταν ίδιο με το χρώμα του θανάτου το απλωμένο στο πρόσωπο της νεκρής (Venezis) |
    • τα κτήματα της μονής είναι απλωμένα σε εβδομήντα χωριά (Palaiologos, adapted)
  • ② extended (in breadth or depth), spread, wide, sprawling (syn απλωτός 2):
    • απλωμένη χώρα |
    • απλωμένο κράτος |
    • η Γιάφα φάνηκε σκούρα δίπλα στην ξανθήν απλωμένην αμμούδα (Kazantz) |
    • από εδώ απάνω ξανοίγεις τη Θεσσαλονίκη, απλωμένη σαν γυναικεία φούστα γύρω γύρω (Petsalis) |
    • είναι δυνατό να ανακαλύψουμε νόμους σ' αυτό το απλωμένο πεδίο, όπου αναπτύσσεται η ανθρώπινη θέληση; (Evelpidis) |
    • η ανάλυση αυτή, τόσο επίμονα απλωμένη, μπορεί να μας βοηθήσει για να φτάσουμε στην καρδιά του θέματος (Chatzinis)
  • ⓑ wideranging, widespread, diffused (syn διαδομένος):
    • αυτά όλα προϋποθέτουνε γνώσες τόσο απλωμένες όση είναι και η έκταση της γης (Petsalis) |
    • η δεισιδαιμονία και η πίστη στη μαγεία ήταν κάτι πολύ κοινό και απλωμένο (Kakridis, transl of Nilsson)
  • ③ outstretched, extended (syn ανοιχτός 5c, απλωτός 3, near-syn τεντωμένος):
    • απλωμένη παλάμη, απλωμένο στήθος |
    • ο Γ. τον προσδέχεται με απλωμένα τα δυο χέρια (Petsalis) |
    • στη μέση καθόταν η Δάφνη με τα πόδια απλωμένα μπροστά (Panagiotop)

[fr postmed, MG απλωμένος (Kriarias' Lex., s. απλώνω); cf kath ηπλωμένος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go