Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλοποιημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απλοποιημένα [aplopiiména] adv (L)
  • in a simplified manner (near-syn απλουστευτικά):
    • η πτύχωση του πρωτοτύπου αποδίδεται ξερά και ~ από τους αντιγραφείς (Despinis, adapted)

[der of απλοποιημένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες