Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απλοελληνικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απλοελληνικά [aploeliniká] adv (L)
  • in plain Greek, in plain or modern Greek language (syn phr με απλά λόγια):
    • δυο βήματα εμπρός και ένα πίσω |
    • αυτή, ~, είναι η μέθοδος που εφήρμοζαν τότε οι αντίπαλοι του Bενιζέλου (Roussos)

[der of απλοελληνικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go