Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απλήρωτα
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απλήρωτα [aplírota] adv (& απλέρωτα)
  • without payment (near-syn δωρεάν L, τζάμπα):
    • τόσες φορές μας εξυπηρέτησε ~ |
    • δεν μπορείς να μείνεις τόσον καιρό στο ξενοδοχείο ~

[fr postmed (Somavera) απλέρωτα, der of MG απλήρωτος/απλέρωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go