Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απεψία
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεψία η [apepsía] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην πέψη, ατελής πέψη.

[λόγ. < αρχ. ἀπεψία]

[Λεξικό Κριαρά]
απεψία η· απεμψία.
  • Δυσπεψία:
    • κουμφέτο εις απεμψία στομάχου (Iατροσ. κώδ. ͵αλβ´).

[αρχ. ουσ. απεψία]

[Λεξικό Γεωργακά]
απεψία [apepsía] η, (L) med
  • malfunction or cessation of digestion, indigestion, apepsia (near-syn δυσπεψία)

[fr kath απεψία ← MG (14th c.) ← K, AG]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go