Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερχόμενος, -η, -ο [aperxómenos] (L)
- going away, leaving, departing (syn αποχωρών):
- την απερχόμενη κυβέρνηση ένας εμπειρογνώμων του υπουργείου Eξωτερικών χαρακτήρισε ημιμαθή |
- όταν τελείωνε κάθε φορά ο πόλεμος, παραισθανόμουν ότι τον άκουγα να ψιλοτραγουδεί ~ στίχους σαρκαστικούς (Athanas)
- ⓐ ending, departing (ant ερχόμενος):
- ο ~ χρόνος the ending year
[fr kath απερχόμενος, prp of απέρχομαι]
- going away, leaving, departing (syn αποχωρών):



