Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απερίσπαστος -η -ο [aperíspastos] Ε5 : που δεν έχει περισπασμούς· που η προσοχή του δε διασπάται σε ζητήματα ξένα προς το κύριο αντικείμενό του: Mπορούσε να επιδοθεί ~ στη δουλειά του. Δούλεψα ~ όλο το καλοκαίρι. || Tο μυαλό πρέπει να είναι απερίσπαστο.
απερίσπαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπερίσπαστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίσπαστος, -η, -ο [aperíspastos] (L)
- w. undivided attention, undistracted, undiverted (near-syn αμέριμνος, ανενόχλητος):
- ~ νους |
- απερίσπαστη λειτουργία, πρόοδος, συγκέντρωση |
- απερίσπαστη άσκηση της αποστολής |
- ~ από ασήμαντες επικαιρότητες, εξωτερικές επιπλοκές, φροντίδες |
- δρα, εργάζεται, ευδοκιμεί, ζει, προχωρά ~ |
- συνεχίζουν απερίσπαστοι το έργο τους |
- ο συνταγματικός νομοθέτης θέλει το δικαστή απερίσπαστο από τη βιοτική μέριμνα |
- δε θα μας επιτρέψει να ριχθούμε απερίσπαστοι σε μια τέτοια επιχείρηση (Roussos) |
- αφιερώθηκε ~ στην τέχνη του λόγου (Peranthis)
[fr kath απερίσπαστος ← PatrG, K(LXX+; also pap)]
- w. undivided attention, undistracted, undiverted (near-syn αμέριμνος, ανενόχλητος):



