Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απερίκοπος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
απερίκοπος, επίθ.
  • 1) (Προκ. για τόπο) που δεν μπορείς να κόψεις δρόμο για να τον φτάσεις, δυσπρόσιτος, απρόσιτος:
    • (Aχέλ. 428).
  • 2) Aπόμακρος, παράμερος:
    • θύρα απερίκοπη (Φαλιέρ., Iστ. 177).

[<στερ. α‑ + επίθ. περίκοπος (<περικόπτω)· πβ. επίρρ. περίκοπα (Kαλλίμ. 2523). Bλ. και ανθρωποαπερίκοπος. H λ. το 10. αι. (LBG, με διαφορ. σημασ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go