Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απερίγραπτα [aperíγrapta] adv (& απερίγραφτα) (L)
- in a manner defying description, ineffably, inexpressibly, exceptionally, extremely (near-syn ανείπωτα, ανέκφραστα, εξαιρετικά, υπερβολικά):
- ~ δυστυχισμένος, κυνικός, κωμικός, πλούσιος, ωραίος |
- ~ μακρινός, σύντομος |
- ~ χτυπητές αντιθέσεις |
- ~ θελκτικές εικόνες |
- κείμενο ~ βίαιο |
- έχει αλλάξει ~ |
- μας διασκεδάζει ~ |
- θαυμάζει ~ τον άντρα της για την επίσημη ιδιότητά του (Myriv) |
- στον καταραμένο μου κόσμο αισθανόμουν ~ άνετα (Mourelos) |
- η φουρνάρισσα είναι νέα, ~ άνοστη και λιγνή (Panagiotop) |
- η ζωή είναι ~ δύσκολη το χειμώνα (Vacalop)
[der of απερίγραπτος; cf kath απεριγράπτως]
- in a manner defying description, ineffably, inexpressibly, exceptionally, extremely (near-syn ανείπωτα, ανέκφραστα, εξαιρετικά, υπερβολικά):