Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απελευθερωθείς -είσα -έν
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απελευθερωθείς, -είσα, -έν [apelefθeroθís] (L) milit etc
  • liberated (syn απελευθερωμένος 1, ελευθερωμένος, ant αλύτρωτος 2):
    • απελευθερωθέντα εδάφη

[fr kath απελευθερωθείς, aor pp of ἀπελευθερῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go