Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απεκδύομαι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απεκδύομαι [apekδíome] Ρ : (λόγ.) στην έκφραση ~ από κάθε ευθύνη / κάθε ευθύνης, αρνούμαι να αναλάβω την ευθύνη για κτ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπεκδύομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
απεκδύομαι.
  • Aποβάλλω κ.·
    • φρ. απεκδύομαι την ζωήν = πεθαίνω:
      • (Eρμον. Φ 295).

[μτγν. απεκδύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go