Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απειλητικά
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απειλητικά [apilitiká] adv (L)
  • threateningly, menacingly (syn εκφοβιστικά):
    • κινούμαι, κοιτάζω, μουγκρίζω, χειρονομώ ~ |
    • ο ουρανός σκοτείνιασε ~ |
    • εξακολούθησε κουνώντας μου ~ το δάχτυλό της (Palam) |
    • κράδαιναν μαχαίρια και τα πλησίαζαν ~ στο λαιμό των ανθρώπων (ChZalokostas) |
    • πρόβαλε ~ το οικονομικό ζήτημα (Petsalis) |
    • poem κ' αιστάνομαι ~ του θεού μου την κατάρα (Papatsonis)

[der of απειλητικός; cf kath απειλητικώς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go