Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεικονιστικός, -ή, -ό [apikonistikós] (L)
- representational, representative (syn εικαστικός):
- κατακραυγή εναντίον κάθε απεικονιστικής τέχνης |
- ποτέ δεν έφθασε στην ίδιαν απεικονιστικήν αριστοτεχνία (Tsatsos)
[fr kath (neol) απεικονιστικός, der of *απεικονιστός; cf εικονιστικός (7th c. AD)]
- representational, representative (syn εικαστικός):



