Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απεικονιζόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απεικονιζόμενος, -η, -ο [apikonizómenos] (L)
  • being shown or represented, depicted (syn εικονιζόμενος):
    • το επίθετο Άφριος (για το Δία) είναι γνωστό μόνο από τις απεικονιζόμενες εδώ δυο αναθηματικές επιγραφές (Papachatzis) |
    • όταν βλέπομε το απεικονιζόμενο αντικείμενο, το αναγνωρίζομε, το εννοούμε μ' ένα συλλογισμό (Papanoutsos)

[fr kath απεικονιζόμενος, prp mi of απεικονίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go