Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απείραχτα [apíraxta] adv
- in an untroubled way, without trouble or disturbance, undisturbedly (near-syn ανενόχλητα, ant πειραχτικά):
- στην ιδιωτική μας ζωή περνούμε ~ μεταξύ μας (Kakridis) |
- δε θα μπορέσει να τραβήξει το δικό του δρόμο ~ (Palam)
[fr MG απείρακτα]
- in an untroubled way, without trouble or disturbance, undisturbedly (near-syn ανενόχλητα, ant πειραχτικά):



