Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απείκασμα [apíkazma] το, (L)
- ① reflection, likeness, image, facsimile (syn απεικόνισμα 3, είδωλο, ομοίωμα):
- ~ ανθρώπινης μορφής, του εξωτερικού κόσμου, της πραγματικότητας |
- ο μύθος προσφέρει μονάχα εικόνα, απλό ~ της αλήθειας (Theodorakop) |
- ο άνθρωπος είναι το ~ του Πλάστη του (Prevelakis) |
- η ιδεολογία είναι ~ οικονομικών ανταγωνισμών και επιδιώξεων πολιτικών (Papanoutsos)
- ② picture, image (syn απεικόνιση 2, εικόνα):
- δεν απομένει μέσα μας άλλο από ένα θαμπό και φευγαλέο ~ (Panagiotop) |
- ας μη μαγάριζε τη σκέψη του με βρώμικα απεικάσματα (Grigoris)
[fr kath απείκασμα ← AG (Plato); cf PatrG ἀπεικασμός, εἰκασμός]
- ① reflection, likeness, image, facsimile (syn απεικόνισμα 3, είδωλο, ομοίωμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απεικασματικός, -ή, -ό [apikazmatikós] (L)
- of or pertaining to imagery or representations, representational:
- ~ κόσμος, απεικασματική πραγματικότητα
[fr kath (neol) απεικασματικός, der of απείκασμα]
- of or pertaining to imagery or representations, representational:



