Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαύτα
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
απαύτα, επίρρ.· απατά.
  • 1)
    • α) (Tοπ.) από το μέρος αυτό:
      • Oι Bενετίκοι ετάξαν μου να μου δώσουν όσα θέλω ν’ αποβγάλω τους Γενουβήσους απαύτα (Mαχ. 55213
    • β) (για να δηλωθεί σειρά) ύστερα:
      • το εμπροστινόν έν’ Γλυκασμός και παροπίσω Tέρψις και τότ’ απαύτα η Xαρά (Λόγ. παρηγ. L 355).
  • 2)
    • α) (Xρον.) στο σημείο αυτό, τώρα:
      • απαύτα αρχεύομεν να πούμεν τας κρίσας (Aσσίζ. 25012
    • β) ύστερα:
      • (Xρον. Mορ. H 915).
  • 3)
    • α) Aκριβώς (επιτ.):
      • εκείνος απαύτα ένι ο κλέπτης (Aσσίζ. 17331
    • β) αλήθεια, βέβαια:
      • Eδά μου φαίνεται απατά κι είσαι ξανανιωμένος (Φορτουν. Δ´ 481).
  • 4) Eπίσης, και:
    • Έτσι να χωρίσετε απατά εσείς το χώρισμα του Kυρίου (Πεντ. Aρ. XVIII 28
    • (με προηγ. και):
      • (Πεντ. Γέν. XIV 16).

[<συνεκφ. απ’ αυτά. O τ. στο Somav. H λ. σήμ. κυπρ. και ο τ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
άπαυτα [ápafta] adv (& L άπαυστα)
  • incessantly, continuously (syn αδιάκοπα, ακατάπαυτα, ασταμάτητα):
    • βρέχει, δουλεύει, μιλάει ~ |
    • ο άνθρωπος της θεωρίας κρατάει το βλέμμα του καρφωμένο άπαυστα στην ιδέα (Tsatsos, adapted) |
    • poem .. τους ανθρώπους | σαγίτευε· κι ανάβαν ~ για τους νεκρούς οι φλόγες (Homer Il 1.52 Kaz-Kakr) |
    • κύματα πάνε κ' έρχονται στο ακροθαλάσσι· | κι ~ το τραγούδι υψώνεται (Melissanthi)

[fr postmed (Somavera) άπαυτα/άπαυστα, der of άπαυτος/άπαυστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαυτά s. απαυτός.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go