Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαχθείς -είσα -έν
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
απαχθείς, -είσα, -έν [apaxθís] (L)
  • carried off, kidnapped, stolen (syn αρπαγμένος, κλεμμένος):
    • οι δύο απαχθέντες αξιωματικοί κρατούνται σε άγνωστο μέρος |
    • οι απαχθέντες αρχαιολογικοί θησαυροί

[fr kath απαχθείς, aor pp of απάγω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go