Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαχθείς, -είσα, -έν [apaxθís] (L)
- carried off, kidnapped, stolen (syn αρπαγμένος, κλεμμένος):
- οι δύο απαχθέντες αξιωματικοί κρατούνται σε άγνωστο μέρος |
- οι απαχθέντες αρχαιολογικοί θησαυροί
[fr kath απαχθείς, aor pp of απάγω]
- carried off, kidnapped, stolen (syn αρπαγμένος, κλεμμένος):



