Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατημένος1 [apatiménos] ο,
- ① deceived or tricked person:
- η τραγωδία είναι μια απάτη, όπου πιο σοφός είναι ο ~ από κείνον που δεν απατήθηκε (Andronikos)
- ② man whose wife or lover is unfaithful to him, cuckold (syn κερατάς):
- η μοιχαλίδα απευθύνεται στον απατημένο της (Palaiologos) |
- ο ~ παρηγοριέται με καινούργιες αγάπες (Karagatsis)
[substantiv. m of απατημένος2]
- ① deceived or tricked person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατημένος2, -η, -ο [apatiménos]
- ① deceived, tricked, conned (syn εξαπατημένος):
- αισθάνεται τον εαυτό του απατημένο |
- τι απατημένοι που βγήκαν πάντα όσοι τους άκουσαν τους Bενετούς! (Petsalis) |
- εναντίον του κράτους, που απατά τους νέους πολίτες του, η απατημένη νεότητα υποβάλλει μήνυση (Palaiologos)
- ② whose wife, fiancée or lover is unfaithful, deceived, cuckolded (syn κερατωμένος):
- ~ εραστής, σύζυγος |
- ο ~ μνηστήρ δεν έδωσε την παραμικρή σημασία (Karagatsis) |
- rembetiko μου 'χες τάξει, βρε κακούργα, πως θα μου 'μενες πιστή | και απατημένο τώρα με παράτησες (IPetrop)
[ppp of απατώ; cf kath ηπατημένος]
- ① deceived, tricked, conned (syn εξαπατημένος):



