Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατηλά [apatilá] adv
- ① by deception, deceitfully, deceptively (syn phr με απάτη 1):
- στη Σκύρο τρύπωσε ο Oδυσσέας ~, μεταμφιεσμένος σε πραγματευτή (Papatsonis) |
- το μικρότερο καμάκι, τυλιγμένο σε θροφές κι ~ μπασμένο στο στόμα του ψαριού θα γάντζωνε και θα τραβούσε εύκολα το μικρότερο ψάρι (Bastias) |
- poem μισώ τη μέρα που έρχεται, την ώρα που περνά, | ό,τι μου κλέβει ~ κάτι απ' τον εαυτό σου (Myrtiotissa)
- ② illusorily, illusively, seemingly (near-syn φαινομενικά):
- η πρόταση μόνον ~ παρουσιάζεται σαν έγκυρη (Papanoutsos) |
- δεν υπάρχει για τον συγγραφέα άλλο μέσο να έρθει σε επαφή με το κοινό και να ξεφύγει έτσι, έστω και ~, από την καταθλιπτική απομόνωση (Thrylos)
[der of απατηλός; cf kath απατηλώς]
- ① by deception, deceitfully, deceptively (syn phr με απάτη 1):



