Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απατεωνία η [apateonía] Ο25 & απατεωνιά η [apateo
á] Ο24 : πράξη που αποβλέπει στην εξαπάτηση, στο ξεγέλασμα του άλλου, με σκοπό προσωπικά και κυρίως οικονομικά οφέλη: Όλο απατεωνιές κάνει για να ζήσει. [λόγ. απατεων- (απατεώνας) -ία· προσαρμ. στη δημοτ. με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απατεωνία [apateonía] η, (L) (& D απατεωνιά)
- ① deceitfulness, deceit, guile (syn απατεωνισμός):
- ό,τι θέλγει περισσότερο είναι αυτή η σύνθεση της εντιμότητας του πρώτου και της απατεωνίας του δεύτερου (Chatzinis)
- ② swindle, trick (syn απάτη 2, κατεργαριά, ματσαράγκα, ματσαραγκιά):
- γίνονται πολλές απατεωνίες στο εμπόριο, στα χαρτιά |
- μας έχει ταράξει στην ~και στην κλεψιά
[fr kath (neol) απατεωνία, der of απατεών]
- ① deceitfulness, deceit, guile (syn απατεωνισμός):



