Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρχαιώνω [aparçeóno] aor subj απαρχαιώσω, mediop απαρχαιώνομαι, aor απαρχαιώθηκα (subj απαρχαιωθώ) (L)
- render obsolete, antiquate (near-syn παλιώνω):
- την κυρίεψε το πάθος να χαλάσει όλα τα περασμένα, σαν να τα είχε πια απαρχαιώσει ο χρόνος (Theodorakop) |
- όλα περιέχονται στην πανάρχαιαν αυτή λέξη (σ' αγαπώ), που όμως ποτέ δεν απαρχαιώνεται (Palam) |
- το ιστορικό έργο επρόκειτο ν' απαρχαιωθεί με την προσαγωγή νέου υλικού (Vacalop)
[fr kath απαρχαιώ -οίς, act. beside απαρχαιούμαι ← K, AG ἀπαρχαιοῦμαι]
- render obsolete, antiquate (near-syn παλιώνω):



