Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρτμάν [apartmán] το, (απαρτεμάν & απαρτιμάν) indecl
- apartment, flat (syn απαρταμέντο, διαμέρισμα):
- είχεν αναγκαστεί να ενοικιάσει το ένα από τα δυο δωμάτια του απαρτιμάν της (Athanasiadis-N) |
- στήνουν δικό τους ~ για να γλεντοκοπάνε με αγαπητικούς (AKotzias)
[fr Fr appartement]
- apartment, flat (syn απαρταμέντο, διαμέρισμα):



