Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απαρνιέμαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρνιέμαι [aparnéme] Ρ10.1β & απαρνούμαι [aparnúme] Ρ10.9β : 1.απορρίπτω και εγκαταλείπω, συνήθ. για ιδιοτελείς σκοπούς, πρόσωπα, ιδέες, πεποιθήσεις, κπ. ή κτ. στο(ν) οποίο πίστευα ή το(ν) οποίο αγαπούσα: Aπαρνήθηκε την πίστη του / την πατρίδα του. Ο Πέτρος απαρνήθηκε το Xριστό. 2. εγκαταλείπω και λησμονώ: Για την αγάπη της απαρνήθηκε γυναίκα και παιδί. Aπαρνημένος από φίλους και εχθρούς. Aπαρνήθηκε τον εαυτό της για τα παιδιά της. || Aπαρνήθηκε τα εγκόσμια, έγινε μοναχός.

[αρχ. ἀπαρν(οῦμαι) μεταπλ. -ιέμαι· λόγ. < αρχ. ἀπαρ νοῦμαι]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρνιέμαι [aparnjéme] &, παρνιούμαι,
  • L απαρνούμαι, ipf απαρνιόμουν & απαρνιούμουν, aor απαρνήθηκα, 3rd sg απαρνήθηκε & απαρνήθη (subj απαρνηθώ), aor imper απαρνήσου, pf & plupf έχω-είχα απαρνηθεί
  • ① renounce, relinquish, reject (syn L αποκηρύσσω):
    • ~ την επιθυμία μου, ένα ιδανικό, την κοινωνία, την παράδοση |
    • ~ τις αρχές μου, τη γλώσσα μου, το όνομά μου, την ψυχή μου |
    • μερικές γυναίκες απαρνιούνται τη θηλυκότητα |
    • απαρνήθηκε την ιδιωτική της ζωή, για ν' αφιερωθεί στους πληγωμένους και τους αρρώστους |
    • δε ζητεί απ' όλους τους χριστιανούς να απαρνηθούν τα εγκόσμια (Tatakis) |
    • χρειάζεται ν' απαρνηθώ σκληρά καθετί που είναι αλλιώτικο από μένα (Theotokas) |
    • ο ίδιος ο αυτοκράτορας απαρνήθηκε τη θεϊκή καταγωγή του (Evelpidis) |
    • poem τώρα ~ εγώ τη μάνητα, μηδέ και μου ταιριάζει | θυμό να τρέφω ακαταλάγιαστο κλ (Homer Il 19.67 Kaz-Kakr)
  • ⓐ give up, forego:
    • ~ δικαιώματα, στολίδια, τις χαρές της ζωής |
    • απαρνήθηκαν την αστική ελπίδα κι αποβλέπουν στην κομμουνιστική ανατροπή (Christidis AK) |
    • απαρνήθηκαν τη ζωή των μεγαλουπόλεων κι ερωτεύτηκαν τη φύση (Theotokas)
  • ⓑ deny, refuse, object (syn αρνιέμαι):
    • ~ τον εαυτό μου, την προσωπικότητά μου |
    • σαν την παρακαλούσε η μικρή κάτι να γευτεί απ' όσα της κουβαλούσε, απαρνιούνταν η Mυριάνα (Psichari) |
    • η λαχτάρα τους είναι η άρνηση, ν' απαρνιούνται τα πάντα, τους πάντες (Panagiotop)
  • ② forsake, abandon, leave, desert (syn L εγκαταλείπω):
    • ~ την οικογένεια, την πατρίδα, τους φίλους |
    • μας απαρνήθηκε ο θεός (Petsalis) |
    • ο εχθρός θα σε χτυπήσει κ' οι δικοί σου θα σ' απαρνηθούν (Tsirkas) |
    • poem πια ολότελα απαρνήθης, κόρη μου, τον άξιο ετούτον άντρα! (Homer Il 19.342 Kaz-Kakr) |
    • μ' απαρνηθήκαν οι χαρές· δεν τις γυρεύω πίσω (Papantoniou)
  • ③ disavow, repudiate, forswear (syn L αποκηρύσσω):
    • απαρνούμαι την πίστη μου |
    • απαρνούμαι υποψηφιότητα |
    • απαρνούμαι τις ιδέες μου recant |
    • έμεινε στον ισχυρισμό του ότι δεν είχε πλανηθεί και ότι δεν είχε να απαρνηθεί τίποτε (Kanellop) |
    • έβαλε τούτο το στολίδι στα χείλη της για να πεθάνει φιλώντας το σταυρό που απαρνήθηκε (Myriv)
  • ⓒ disown:
    • το κόμμα απαρνήθηκε τους αντάρτες |
    • πριν από λίγο είχα απαρνηθεί τη μάνα, είπα πως δεν ήμουν παιδί της (Tsirkas) |
    • κυκλοφόρησε το 1940 την πρώτη του συλλογή που ύστερα την απαρνήθηκε (Peranthis)
  • ④ only L απαρνούμαι renege on sth:
    • απαρνούμαι υποσχέσεις, υποχρεώσεις |
    • δεν απαρνείται το καθήκον που επέβαλε στον εαυτό του (Thrylos) |
    • δίνουνε τεχνική βοήθεια στον EΛAΣ δίχως ν' απαρνούνται το κόμμα τους (Tsirkas)

[demotic απαρνιέμαι; L form απαρνούμαι fr kath ← postmed, MG ← PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες