Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαρηγόρητα, επίρρ.
-
- Xωρίς παρηγοριά:
- (Διγ. O 3034).
[<επίθ. απαρηγόρητος. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]
- Xωρίς παρηγοριά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαρηγόρητα [apariγórita] adv (Panagiotop
- & Venezis απαρηγόρετα) inconsolably (syn L απαραμύθητα):
- κλαίνε ~ |
- βάλθηκε να χτυπιέται .. κι απαρηγόρετα να θρηνεί (Panagiotop) |
- folks. όταν σε βλέπω, χαίρουμαι, λυπούμ' όταν σε χάσω· | κι ~θρηνώ, έως να σ' απολάψω (Passow) |
- rembetiko song να κλαίτ' ~ | τον τζάμπα σκοτωμό μου (IPetrop)
[fr postmed (Somavera) απαρηγόρητα ← MG, PatrG]
- & Venezis απαρηγόρετα) inconsolably (syn L απαραμύθητα):



