Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαρενόχλητος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρενόχλητος -η -ο [aparenóxlitos] Ε5 : που δεν τον έχει παρενοχλήσει κανείς.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρενόχλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρενόχλητος, -η, -ο [aparenóxlitos] (L)
  • undisturbed, untroubled (syn ανενόχλητος):
    • εργάζεται συνέχεια ~

[fr kath απαρενόχλητος ← MG ← PatrG, K (also pap, 3rd c. BC - 4th c. AD)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go