Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαράτ
6 items total [1 - 6]
[Λεξικό Γεωργακά]
απαράτ [aparát] το, indecl
  • political machinery of the communist party:
    • το ~ του πολιτικού γραφείου, της νεολαίας του κόμματος

[fr Germ Apparat (← Lat apparatus)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρατήρητα [aparatírita] adv
  • unobservedly, inconspicuously, unnoticeably:
    • ήρθε, πέρασε ~ |
    • συναντήθηκαν ~ |
    • σαλεύανε τα χείλια του λιγάκι, έτσι, ~ (Psichari) |
    • κοίταζε πώς το γληγορότερο και πιο ~ να γλυτώσει από την ενόχληση (Palam, adapted)

[der of απαρατήρητος; cf K, PatrG ἀπαρατηρήτως]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαρατήρητος -η -ο [aparatíritos] Ε5 : που διέφυγε την προσοχή, που δεν έγινε αντιληπτός: Mπήκε / έφυγε ~. Είναι ένα γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. M΄ αυτό το φουστάνι δε θα περάσεις απαρατήρητη. απαρατήρητα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπαρατήρητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρατήρητος, -η, -ο [aparatíritos] (L)
  • ① escaping attention, unnoticed, unobserved, inconspicuous (ant αντιληπτός 1b):
    • απαρατήρητη είδηση, εργασία, πράξη, προετοιμασία |
    • απαρατήρητο βιβλίο, φαινόμενο |
    • έζησε, έμεινε, έφυγε ~ |
    • ο θάνατός του πέρασε σχεδόν ~ στο κοινό (Dimaras) |
    • κανένας από τους θησαυρούς δεν πρέπει να περάσει ~ (Thrylos) |
    • ο γάμος γίνηκε φτωχικός κι ~ (Karagatsis) |
    • οι άγνωστες δυνάμεις λειτουργούσαν, ετοιμάζοντας απαρατήρητες αυτή τη σύμπτωση (Tsirkas)
  • ② uncommented (syn ασχολίαστος):
    • στον Όμηρο δεν έμεινε καμιά παρόμοια ανωμαλία απαρατήρητη και ανεκμετάλλευτη από την ανάλυση (Kakridis) |
    • δεν θα έπρεπε να μείνει απαρατήρητη και η γλωσσοπλαστική ικανότητα του ποιητή (Dimaras)

[fr kath απαρατήρητος ← *MG ← PatrG ← K (inscr, 1st c. BC)]

[Λεξικό Κριαρά]
απαράτρωτος, επίθ.
  • Aβλαβής, άθικτος, απαραβίαστος:
    • θεσμούς … εκτηρών απαρατρώτους (Eρμον. Ω 165).

[<στερ. α‑ + παρατιτρώσκω (L‑S). H λ. τον 5. αι.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαρατώ s. παρατώ.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go