Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: απαράλλαχτος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απαράλλαχτος -η -ο [aparálaxtos] Ε5 : που είναι απόλυτα όμοιος με άλλον, που δεν παραλλάζει, δε διαφέρει σε τίποτα, συνήθ. στην έκφραση ίδιος κι ~, επιτατικά, για να δηλώσουμε την απόλυτη ομοιότητα: Παρέμεινε ίδιος κι ~, όπως τον ήξερα. απαράλλαχτα ΕΠIΡΡ με τρόπο απαράλλαχτο: Εξοικειωνόμαστε εύκολα με ό,τι επαναλαμβάνεται συχνά και ~.

[ελνστ. ἀπαράλλακτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
απαράλλαχτος, -η, -ο [aparálaxtos] (& L απαράλλακτος & Petsalis απαράλλαγος)
  • precisely similar, exactly like, the very same, indistinguishable, identical (syn ολόιδιος, D τάλε-κουάλε):
    • απαράλλαχτα γραφεία, διαμερίσματα, μάτια, ρολόγια |
    • απαράλλαχτες ιδέες, προσωπικότητες, συνθήκες, χειρονομίες, φυσιογνωμίες |
    • φορούν απαράλλαχτες στολές |
    • η ομιλία και οι εκφράσεις τους είναι απαράλλαχτες |
    • το παραμύθι βρίσκεται απαράλλαχτο και στις δύο χώρες |
    • είναι ίδιος κι ~ ο πατέρας του he is the very image of his father |
    • δεν είμαι ~ ο ίδιος που άφησες (Palam) |
    • θα πιάσουμε ένα σπιτάκι σε μια γειτονιά απαράλλαχτη με τη δική σας (Xenop) |
    • τέτοιον απαράλλαχτο φανταζόμασταν το χειμώνα, σαν τον παππού, με μαύρα στιβάνια, με άσπρα μουστάκια (Kazantz) |
    • η ζωή των ανθρώπων μοιάζει, οι αναμνήσεις πολλές φορές είναι για όλους απαράλλαχτες (Athanasiadis-N) |
    • η σύγκρουση των συμφερόντων, πολύμορφη στις μεθόδους, απαράλλαχτη στην απανθρωπία της, μετακινείται απάνω στο χάρτη της γης (Papanoutsos) |
    • το σαλονάκι είχε μείνει απαράλλαγο, λίγο πιο παλιωμένο (Petsalis) |
    • poem πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλιάς η τάβλα |..| πως όλα που θα πω απαράλλαχτα θα βγουν μιαν άκρη ως άλλη (Homer Od 14.160 Kaz-Kakr) |
    • κι ατέλειωτο, απαράλλαχτο, πληθαίνει ολοένα | το πρώτο και το ύστερο φιλάκι μας εκείνο (Palam) |
    • το ίδιο θα κάτεχα κ' εγώ το μέγα πλούτος | από κοντύλι μου να γράφω εικόνισμα, όπου ~ | θα φάνταζε, όπως έζησε μαζί μας, ο Xριστός (Papatsonis)

[fr postmed (Somavera) ← MG ← PatrG, K]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go